Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀποτελεῖ “πνευματικό φαινόμενο” καί “σημεῖο τοῦ Θεοῦ” στήν ἀποστασιοποιημένη γεννιά μας. Μέσα ἀπό περιπέτειες ἀναζητήσεων καί προβληματισμῶν κατόρθωσε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γνωρίση τό ὑπερβατικό ἄναρχο Εἶναι, δηλαδή τόν προσωπικό Θεό πού ἀποκαλύφθηκε στόν Μωυσῆ καί “ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἐν τῷ Υἱῷ Αὑτοῦ, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ”. Γεμάτος ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν Θεό δέχθηκε τή μοναχική κλήση σάν μιά σταθερή ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου γιά ἀποκλειστική καί ἀτελεύτητη ἕνωση μαζί του.
Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εὑρῆκε τόν πνευματικό “τόπο” τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τήν “μοῖρα” ἤ τό “μόριον” ἤ τή θέση του, κατά τόν Ἅγ. Γρηγόριο τόν θεολόγο. Ἐκεῖ στό θεανθρώπινο αὐτό πλήρωμα ἐνέταξε ἐνσυνείδητα τόν ἑαυτό του, ἀναπαύθηκε πλήρως ἡ ἀνήσυχη διάνοιά του. Μαθήτευσε ἐμπειρικά καί ὄχι ἀκαδημαϊκά κοντά στόν “γεγυμνασμένον” στά πνευματικά γέροντα Σιλουανό καί παρέλαβε τά μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος πού ἐπί ἔτη κρατοῦσε ἐν τῇ καρδίᾳ του καί “ἠσθάνετο ἑαυτόν πεπυρωμένον ἐκ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ νοητοῦ ἡλίου ὡς τό σῶμα τό ἐκτιθέμενον εἰς τόν μεσημβρινόν ἥλιον”, ὅπως τό περιγράφει ὁ ἴδιος.
Μέ τήν ἐνάρετη ζωή του, τήν προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου καί τόν μεστό προφορικό καί γραπτό λόγο του ἔδωσε ἀπαντήσεις σέ πολλά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἄνοιγε συζήτηση μέ κάποιον ὑπέβαλε τόν συνομιλητή του μέ τόν πατερικό, παρακλητικό καί γλυκύτατο λόγο πού ἔβγαινε ἀπό τά χείλη του, ἀπόσταγμα πνευματικῆς πείρας. Κάλλιστα μπορεῖ νά θεωρηθῆ καί ὀνομαστῆ σύγχρονος πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, οἰκουμενικός διδάσκαλος καί ὁδηγός ψυχῶν, πού παρουσιάζει τόν Θεό στούς ἀνθρώπους “καθώς ἐστίν”.
Ὁ Γέρων Σωφρόνιος, μέσα στά πολλά πού προσέφερε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δίδαξε μέ σαφήνεια καί καθαρότητα τήν ὁδό τοῦ μοναχικοῦ βίου.
Ὁ μοναχικός βίος, ἀναφέρει, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀλλά χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ αὐτοπροσφορά τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἐνσάρκως, ἡ ἀνάληψη τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν καί ἡ ἐξάλειψή τους μέ τή δύναμη τῆς αὐτοθυσίας τοῦ σταυροῦ, τῆς ἀναστάσεως καί ἀναλήψεως φανέρωσαν τήν τελειότητα τῆς θείας ἀγάπης. Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε τά θεία ἰδιώματα τοῦ πατρός καί συνέδεσε τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο μετά τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὄχι μόνο ἐξήγηρε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ προσέφερε τήν δυνατότητα νά ἀκολουθήση τήν ὁδό τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, ἤτοι τήν τελειότητα. Ὁ π. Σωφρόνιος ταυτίζει τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἐν Χριστῷ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν μείζονα ἀγάπη τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
Θαυμάζει τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ πού ὑπομένει “ἀκραῖα παθήματα” γιά νά ἀπαλλάξη τούς ἀνθρώπους ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο καί νά τούς χαρίση τήν αἰώνια ζωή. Προσδιορίζει ὡς “ἐσχάτη τελειότητα” τήν τελειότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Στό γνωστό του παράδειγμα τῆς ἀνεστραμένης πυραμίδος, ὁ Χριστός ἐπικάθηται στήν κορυφή της, δηλαδή στό ἔσχατο βάθος τῆς ταπεινώσεως, ὅπου βαστάζει τό πλῆγμα τοῦ θανάτου πού ἔπληξε τούς ἀνθρώπους καί καταργεῖ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ἡ τελειότητα αὐτή πηγάζει ἀπό τόν Σταυρό καί ἀποδεικνύει τό “πλάτος, τό μῆκος, τό βάθος καί τό ὕψος” τῆς ἀγάπης Του. Μέ μιά “αἰώνια πράξη” καταβάσεως εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀνέβασε “ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν” τόν ἄνθρωπο καί, μέ τή δύναμη τῆς κυριότητος πού ἔλαβε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀγκάλιασε τόν οὐρανό καί τή γῆ καί τά καταχθόνια.
Τά ούράνια χαρίσματα, πού προῆλθαν ἀπό αὐτή τήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὁδηγοί σέ αὐτούς πού θέλουν νά μετάσχουν μέ ταπείνωση στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποκτήσουν “τό μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματός” Του, δηλαδή τήν τελειότητα.
Αὐτήν ὅμως δέν μποροῦν νά τήν ἀποκτήσουν ὅσοι δέν βαδίζουν τήν ὁδό τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει ὁ Γέροντας: “τό πλήρωμα τῆς κενώσεως προηγεῖται τοῦ πληρώματος τῆς τελειότητος”. “Αὐτοί πού μποροῦν νά ἐργασθοῦν τήν ὁδό τῆς τελειότητος δέν εἶναι παρά ἐκεῖνοι πού μποροῦν νά βαστάζουν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Σταυροῦ καί πρέπει νά ἐξέλθουν ἔξω τῆς παρεμβολῆς”.
Ἐφ’ ὅσον ὁ μοναχισμός δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση ἀλλά “ἐφετική” ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά συναντήση τόν θυσιαστικά κενωθέντα καί ἀγαπῶντα Κύριον Ἰησοῦν, ἐξέρχεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς τῶν “πονηρευομένων” καί ἀποτελεῖ, κατά τήν ρήση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ στουδίτου καί τήν ἐπανάληψη τοῦ π Σωφρονίου, “τήν τρίτην χάριν”. Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι δώρημα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀγγελικός βίος καί ἀπόκτηση πραγμάτων πού βρίσκονται “πέραν τῶν ὁρίων” τῆς ζωῆς αὐτῆς.
Σύμφωνα μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ Γέροντος ὁ μοναχισμός “ἀποτελεῖ κατηγορικήν προσταγήν τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου κατόπιν τῆς ἐπαφῆς αὐτοῦ μετά τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τῆς ἐπαφῆς τοῦ πυρός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία προσφέρει τήν ζωήν αὐτῆς, γιά νά ζήσουν οἱ ἄλλοι καί ἐξ αὐτῶν δέχεται τόν θάνατον. Αὐτός εἶναι ὁ μοναχισμός, στό τελειότερον βάθος του, καθώς διδάσκει ὁ Χριστός, “εἰ τις ἔρχεται πρό με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἐδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι…”.
Ἡ ὁδός τοῦ μοναχισμοῦ δέν εἶναι γιά τούς πολλούς. Εἶναι, ὡστόσο, ἡ ὁδός τοῦ Εὐαγγελίου πού ἀφορᾶ ὅλους τούς χριστιανούς. Ὁ μοναχισμός εἶναι κατ’ ἐξοχήν χάρισμα ταπεινώσεως. Ὅπως ἐπιβεβαιώνει ὁ Γέροντας εἶναι “ἴδιον στόν Θεό νά εὐδοκῇ ἐν πᾶσι τοῖς συντετριμμένοις τη καρδίᾳ”. Ἡ ἁμαρτία πού ἀτίμασε τόν ἄνθρωπο καί ὁ ὑποκινητής αὐτῆς διάβολος, ἐμποδίζουν τούς ἀνθρώπους νά ἀκολουθήσουν αὐτή τήν ὁδό. Ὅσοι ὅμως ἐδέχθησαν τήν λαμπηδόνα τοῦ Πνεύματος στήν καρδία τους, ἐτρώθησαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ, ὁ μοναχικός βίος κατέστη ἡ καταλληλότερη ὁδός γιά νά ἐξομοιωθοῦν μέ τόν Χριστό. Ὅπως Ἐκεῖνος, ἀκριβῶς καί αὐτοί “ὑπέμειναν τόν σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσαντες”, ἐκινήθησαν ταπεινά πρός “αὐτοσμίκρινσιν” ἀπορρίψαντες τήν ὑπερήφανη τάση “πρός αὐτοθαυμασμόν” καί ἀπέκτησαν σάν ἀνταμοιβή τήν θεραπεία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί ἔγιναν μέτοχοι τῆς ἀναβάσεως τοῦ Χριστοῦ καί κατοικητήρια “τῆς δωρεᾶς καί τῶν χαρισμάτων” τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.
Ὁ μοναχισμός κατά τόν Γέροντα προβάλλεται “ὡς ἐλεύθερος καί συνειδητός ἀγῶνας” γιά τήν ἀπόκτηση τῆς χριστιανικῆς τελειότητος. Ποτέ ὡς ἐξαναγκασμός. Ὅσον καί ἄν ἐξαναγκαστῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν εἶναι δυνατόν νά φτάση στή θεία τελειότητα, ἐφ’ ὅσον αὐτή πραγματοποιεῖται μόνο μέ τήν ἐργασία τῶν δύο ἐλευθέρων προσώπων, τοῦ Θεοῦ πού, μέ τήν θεία του ἀγάπη, ἑλκύει καί τοῦ συνεργοῦντος ἀνθρώπου πού ἀνταποκρίνεται ἐλεύθερα σέ αὐτή τήν ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί ἡ ἄσκηση τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι μέσον καί ὄχι σκοπός· εἶναι ἐλεύθερη αὐτοπροσφορά καί θυσία στόν Θεό, μέ στόχο, διά τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι νά γίνουν φορεῖς “παντός τοῦ κοσμικοῦ εἶναι καί αὐτῆς τῆς θείας ζωῆς”.
Ὁ μοναχισμός ἀρχίζει “διά μικρῶν πραγμάτων”, ἀλλά ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Κύριος εἶναι “ἀπείρως ὑψηλόν” καί “ἀπείρως μεγαλειῶδες” καί “τό τέλος του φθάνει ἀκριβῶς ἐκεῖνο τό πλήρωμα κατά τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται δι’ ὅλον τόν Ἀδάμ ὥς περί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου”.
Τρεῖς μεγάλες ἀρετές προβάλλονται στήν ὁδό τοῦ μοναχισμοῦ: ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία ἤ σωφροσύνη καί ἡ ἀκτημοσίνη. Μέ αὐτές, ἄν ἐκπληρωθοῦν, ὁ μοναχός μπορεῖ νά γίνει μιμητής τῆς “κενώσεως τοῦ Χριστοῦ” καί κατά συνέπεια μέτοχος τῆς θείας Του ζωῆς.
- Τήν ὑπακοή τήν θεωρεῖ ὁ Γέροντας ὡς “τήν βάσιν τοῦ μοναχισμοῦ”. Ἀποτελεῖ τό “ἱερόν ἀπόρρητον” καί “μυστήριον και ζωήν στήν Ἐκκλησία”.Ἡ σημασία της “αποκαλύπτεται μόνον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Φαίνεται νά ἀντιτίθεται στό ἔργον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλ. ἔκαμε τόν ἄνθρωπο μέ ἐλευθερία ὅμοια με τή δική Του. Γιά τούς πολλούς ἡ παράδοση τῆς θελήσεως καί τῆς λογικῆς στήν ἐξουσία ἄλλου ἀνθρώπου φαίνεται “φρικτή δουλεία καί αὐτοεκμηδένισις”. Γιά ἐκείνους ὅμως πού ἀκολούθησαν τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί Τόν ἐμιμήθηκαν κατά πάντα, ἡ ὑπακοή “ἀπεδείχθη ἀνεκφράστως μέγα δῶρον ἄνωθεν”.
Παρομοιάζει τόν ὑποτακτικό μέ ἀετό πού μέ τίς δύο φτεροῦγες του πετάει στά ὕψη καί μέ ἡρεμία παρατηρεῖ τό διάστημα πού τόν χωρίζει ἀπό τή γῆ “χαίρων διά τήν ἀσφάλειαν αὐτοῦ, διά τήν κυριαρχίαν αὐτοῦ ἐπί τοῦ ὕψους”. Παραδίδοντας ὁ μοναχός στόν πνευματικό του πατέρα τόν ἑαυτό του ἐλευθερώνεται ἀπό τό βάρος τῶν ἐπιγείων φροντίδων καί ἀνακαλύπτει “τήν ἐν Θεῷ καθαρότητα τοῦ νοός του”.
Δυστυχῶς πολλοί διδάσκουμε τήν ὑπακοή καί ἀπό μᾶς τούς ταγούς τῆς Ἐκκλησίας· πολλές φορές χωρίς νά λάβουμε πεῖρα αὐτῆς· γι’ αὐτό καί ἀποτυγχάνουμε νά πείσουμε τούς ὑποτακτικούς μας. Ὁ Γέροντας ὅμως ἔλεγε ὅτι μόνον ὁ ἐξασκῶν τήν ὑπακοή μπορεῖ νά κατανοήση καί αὐτήν καί τήν καθαρότητα τοῦ νοός πού προσφέρει: “χωρίς αὐτήν τήν ὑπακοήν εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιτευχθῆ τοῦτο”. Γιά τόν ὑποτακτικό ἡ ὑπακοή στόν Γέροντα εἶναι τρόπον τινά μία προπόνηση γιά νά “εἰσέλθη εἰς τήν σφαῖραν τοῦ θείου θελήματος”.
Γιά τόν Γέροντα “τό μυστήριον τοῦτο συνίσταται εἰς τό νά ὁδηγήση τόν ὑποτακτικόν” μέσω τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος “εἰς τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν ἄνευ τῆς ὁποίας ἡ σωτηρία καθίσταται ἀδύνατος”. Ὁ Γέροντας λέγει πρέπει νά συλλαμβάνη “τόν ρυθμόν τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ὅλων” ὅσων προσέρχονται πρός αὐτόν. Ὀφείλει νά καταφεύγη ἀκατάπαυστα στόν Θεό μέ πονεμένη καρδία καί νά ζητᾶ μέ θέρμη λόγο κατάλληλο γιά νά μεταδώση ὠφέλεια καί ἔμπνευση στούς ἀδελφούς.
Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία βρίσκεται ὅπου πνέει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: “οὗ τό πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία”. Γι’ αὐτό ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς καί γενικά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας δόκιμος Γέροντας ποτέ δέ θά ἤθελε νά καθυποτάξη καί ὑποδουλώση τή θέληση τοῦ ὑποτακτικοῦ στήν ἰδική του θέληση, ἔστω κι ἄν τοῦτο φαίνεται στήν καθημερινή ζωή νά ἐπιτελεῖται. Ἄν διαπιστώση στόν ὑποτακτικό ἔλλειψη αὐταπαρνήσεως γιά ἀγῶνα, ἐκφράζεται συγκαταβατικά καί δεν ζητᾶ ἄμεσα λόγο ἀπό τόν Θεό με τήν προσευχή, ἀλλά τόν βοηθᾶ μέ τήν ἀνθρώπινη πεῖρα του. Τοῦτο τό κάνει γιατί δέν θέλει νά ὁδηγήση τόν ὑποτακτικό στό βαρύ ἁμάρτημα τῆς “θεομαχίας”. Ἀλλά, παράλληλα, ἕνας δόκιμος ὑποτακτικός δέν θά ἔφθανε ποτέ στό σημεῖο νά μήν δέχεται τόν Γέροντά του “ὡς προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου”, ὁ ὁποῖος ἐκφέρει λόγους Θεοῦ καί ὄχι ἀνθρώπινους, ὥστε νά διαπερᾶ ὡς “μάχαιρα” τήν καρδία του καί νά τόν καθιστᾶ εὔθετο στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τόν Γέροντα Σωφρόνιο τόν χαρακτήριζε αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας. Ἔννοιωθε τήν εὐθύνη του ὡς πνευματικός ὁδηγός, μόνον ὅμως ὅταν ὁ ὑποτακτικός ὑποτασσόταν χωρίς ἐπιφυλάξεις, ἄλλως τήν εὐθύνη θεωροῦσε ὅτι τήν ἀνελάμβανε ἐξ ὁλοκλήρου ὁ ὑποτακτικός. Ὅλο τό βάρος τῆς ἀπολογίας τό ἔφερε αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς μέ τόν τρόπο αὐτό καθιστοῦσε τήν ὑπακοή του ἀνώφελη.
Θεωρεῖ ἔκπτωση ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ θεσμός τοῦ Γέροντος ἐργάζεται γιά τήν ὑποδούλωση τοῦ “ἀδελφοῦ – συνανθρώπου αὐτοῦ”, ὅπως ἐπίσης καί τήν περίπτωση νά μή χρησιμοποιῆ ὁ ὑποτακτικός τήν καλύτερη καί συντομότερη ὁδό πού ὑπερνικᾶ τήν φιλαυτία καί τόν ἐγωισμό· καί τούτη θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἡ ὑπακοή. Ὅταν κόπτει ὁ ὑποτακτικός τό θέλημά του ἐνώπιον τοῦ ἄλλου καλύπτει τά “ρήγματα”, ὅπως τά ὀνομάζει, πού δημιούργησε ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ στήν ἀρχικά ἑνιαία καί “πρός τόν Θεόν συνηγμένην” ἀνθρώπινη φύση.
Χρειάζεται κανείς νά εἶναι “ἁπλοῦς” καί ὄχι “νοήμων” γιά νά ἐξασκήση ἀπρόσκοπτα τήν ὑπακοή. Ἐκεῖνος πού ἔχει θέσει σάν θεμέλιο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς τήν λογικήν του, πρέπει πρίν γίνη ὑποτακτικός νά ἀπαρνηθῆ “τόν πλοῦτον τούτου” ἀλλιῶς θά δυσκολευθῆ νά εὕρη “τήν ὁδόν τῆς ζώσης πίστεως”.
Ὁ ἀληθινά σοφός εἶναι ἐκεῖνος πού “ἀποτάσσεται τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωκεντρικοῦ θελήματος”. Μέ τόν τρόπο αὐτό “προδίδει ἀληθῆ σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως καί ζωήν ἀνωτέρας ὑψηλῆς ποιότητος” καί κατά τρόπον ἀκατάληπτον καί σ’ αὐτόν τόν ἴδιον, “ἀνυψοῦται εἰς ἐπίπεδον” πού δέν μποροῦν νά τό φθάσουν καί διάνοιες ὑψηλῆς καλλιέργειας.
Ὁ γενικός κανόνας ἀπό τόν ὁποῖον πρέπει νά ξεκινᾶ ὁ μοναχός γιά τήν ἐξασκηση τῆς ὑπακοῆς εἶναι: “μή ἐμπιστεύου εἰς ἑαυτόν”. Ὄχι μόνον οἱ ἀρχάριοι πρέπει νά τόν ἔχουν ἐνώπιόν τους διά παντός ἀλλά καί οἱ “προβεβηκότες ἐν τῇ μοναχικῇ ἀσκήσει” δέν πρέπει νά τόν ἐγκαταλείπουν.
Τέλος μέ τήν ὑπακοή ἡ αἰώνιος ζωή “καθίσταται παραγματικότης” ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή. Ὁ καλός ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν παρουσία τῆς χάριτος, ἀποκτᾶ βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή του, ἀλλά καί τήν “βαθείαν αἴσθησιν τῆς μεταβάσεως αὐτῆς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν”.
- Ἡ παρθενία καί ἡ σωφροσύνη συνιστοῦν τή δεύτερη ἀναγκαία ἀρετή τοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ ἔννοιες παρθενία καί σωφροσύνη εἶναι συγγενεῖς ὄχι ὅμως ταυτόσημοι. Ὅσοι προσέρχονται στόν μοναχισμό, κατά τήν κουρά τους, “οἱ μέν ἐξ ἐγγάμου βίου ἤ ἐξωγάμους σχέσεις”, ὑπόσχονται σωφροσύνη, ἐνῶ ἐκεῖνοι πού δέν ἦλθαν σ’ ἐπαφή μέ ἄλλο σῶμα ὑπόσχονται παρθενία.
Εἴτε μέ τή μία, εἴτε μέ τήν ἄλλη ὑπόσχεση, ὁ μοναχός πρέπει ὄχι μόνον νά νικᾶ τό φρόνημα τῆς σαρκός, δηλαδή νίκη ἐπί τῆς φύσεως, ἀλλά νά ἀποκτᾶ τή γνήσια παρθενία καί σωφροσύνη πού οἱ πατέρες ὁρίζουν ὡς ὑπερφυσική κατάσταση. Λέει χαρακτηριστικά: “πᾶσα παρέκκλισις τοῦ νοῦ καί τῆς καρδίας ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκλαμβάνεται ὡς πνευματική “μοιχεία”, ἤτοι παράβασις εἰς βάρος τῆς θείας ἀγάπης”. Ὅταν στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τότε ἀποσπᾶται ἀπό κάθε γήινο. Ἀντίθετα ὅταν ἐνεργοῦν οἱ εἰκόνες τοῦ κόσμου τούτου ἡ ψυχή “τραυματίζετα βαθύτατα”. Πολλά περισσότερα θά μποροῦσα νά ἐκθέσω ἀπό τήν πεῖρα τοῦ Γέροντος στήν εἰσήγηση αὐτή, ἀλλά ὁ χρόνος δέν τό ἐπιτρέπει. Ἐξ ἄλλου ὅσοι ἐξασκοῦμε αὐτή τήν ἀρετή γνωρίζουμε ἐκ πείρας πολλά πράγματα πού καί οἱ πατέρες ἀκόμη τά ἀποσιωποῦν.
- Ἡ τρίτη ἀρετή, πού ὑπόσχεται ὁ ὑποτακτικός κατά τήν κουρά του νά τηρήση, εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη. Θεωρεῖται ἀπαραίτητη συμπλήρωση τῶν δύο προηγουμένων, γιά τήν “ἐπίτευξιν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς”.
Στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό δέν καλεῖται ὁ μοναχός τόσο νά ζήση ἐν πτωχείᾳ, ὅπως οἱ δυτικοί, ἀλλά νά ἐλευθερώση τόν πνεῦμα του ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ “κατέχειν” καί τό πάθος τῆς “φιλοκτημοσύνης”.
Ἡ γνήσια ἀκτημοσύνη δέν ἀπορρίπτει μόνον τίς ὑλικές κτήσεις, ἀλλά καί τίς διανοητικές. Μέγας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ὅτι τά ἀποκυήματα τῆς διανοίας του ὁ ἄνθρωπος τά ἀγαπᾶ ὡς “ἡ μήτηρ τά ἔκγονα αὐτῆς”. Προκειμένου ὅμως νά ἀποκτήση κανείς “ὑψηλοτέραν γνῶσιν” καί θησαυρό ἀσύγκριτα πλουσιώτερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο ἐπί τῆς γῆς, ἐκδιώκει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ πλησίον “τάς κτήσεις ἐκεῖνας αἱ ὁποῖαι κυριεύουν τά πνεύματα καί τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καί ἐκπηγάζουν τά ἀναρίθμητα παθήματα ὅλου τοῦ κόσμου”.
Ἕνα μεγάλο κεφάλαιο πού ἀφορᾶ τήν προκοπή τοῦ μοναχοῦ καί πού διαπραγματεύεται διεξοδικά ὁ Γέρων Σωφρόνιος, εἶναι τό θέμα τῆς προσευχῆς πού χαρίζη τό ἄνοιγμα τῆς “νοερᾶς αἰσθήσεως” καί ἐπιφέρει τήν ἀγαθή ἀλλοίωση τοῦ Πνεύματος. Θά ἀδικούσαμε τόν λόγο του ἄν, στόν ἐλάχιστο χρόνο πού διατέθηκε γιά τήν παρουσίαση αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως, παρουσιάζαμε ἔστω καί ἀμυδρά τόν πλοῦτο τῆς ἐμπειρίας του σ’ αὐτό τό θέμα. Θά μποροῦσε νά γίνη εἰδική εἰσήγηση γιά νά παρουσιαστῆ ἡ ὑψηλή θεογνωσία του στήν ἡσυχαστική προσευχή, τήν ὁποία, καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ χρόνου τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἀπέκτησε θρηνῶντας νυχθημερῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Τέλος ὁ μοναχισμός ὁδηγεῖ στόν δρόμο τοῦ “κράτει τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζου”.
Γενικό παράδειγμα γι’ αὐτή τήν πορεία προσφέρεται ὁ Χριστός πού, ὡς ἀμνός ἄμωμος καί ἄσπιλος, σφαγιάζεται γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτό εἶναι μιά μεγάλη ἐπιστήμη κατά τόν π. Ζαχαρία τοῦ Ἔσσεξ. Ὅποιος μαθαίνει τήν ἐπιστήμη αὐτή, πού περιεχόμενό της ἔχει τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, παραμένει σταθερά μαζί Του καί ὁδηγεῖται “εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν” τῆς μείζονος ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: “Ὅταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν, ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν”.
Πρέπει ἀεννάως νά κραυγάζουμε ὡς μοναχοί στόν Κύριο μαζί μέ τόν προφήτη Δανιήλ: “Σοί Κύριε ἡ δικαιοσύνη καί ἡμῖν ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου” καί μέ τόν ληστή στόν Σταυρό: “ἡμεῖς μέν δικαίως ἄξια γάρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν… μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθης ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου”.
Ἐμεῖς οἱ μοναχοί πρέπει νά δώσουμε τό παράδειγμα καί νά πλησιάζουμε περισσότερο τόν Χριστό στήν ταπεινή κατάβασή Του. Τό Μοναστῆρι μας πρέπει νά γίνη τόπος μετανοίας καί εὐχαριστίας καί ἡ καρδία μας καί ὁ νοῦς μας τόπος ἐμπνεύσεως· καί μέ τή δύναμη αὐτή τοῦ πνεύματος νά ἀγκαλιάζουμε προσευχόμενοι “ὅλα τά πλάτη τοῦ χώρου καί τῶν αἰώνων”.
Ὁ Γέροντας συνιστοῦσε νά εἴμαστε πάντοτε εὐδιάθετοι, χαρούμενοι, διότι, ὁ θλιμμένος ἄνθρωπος πού παραπονεῖται γιά ὅλα ἀναζητάει παρηγοριά στήν ἁμαρτία γιά νά βρῆ ἐκεῖ τήν εὐχαρίστηση. Ὅταν τό πᾶν γιά μᾶς εἶναι ὁ Χριστός τότε ὅλοι πληροφοροῦνται μέ βεβαιότητα ὅτι ζῆ Κύριος ἄρα ζῶ καί ἐγώ.
Ἀρχιμ. Μαξίμου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.