Όπως συνέβη και με άλλες θρησκείες στο κίνημα του μοναχισμού συναντήθηκαν άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, που εγκατέλειπαν την κοσμική ζωή τους προκειμένου να αποσυρθούν σε κάποιον απομονωμένο τόπο (έρημος) ή σε κάποια μονή, ανάλογα με το πρότυπο του μοναχισμού που ακολουθούσαν. Από το κίνημα του μοναχισμού κανείς δεν αποκλειόταν. Αυτοκράτορες, όπως ο Μιχαήλ Α’ (811-813) ή ο Ιωάννης ΣΤ’ (1347-1355) τερμάτισαν τη ζωή τους ως μοναχοί, ενώ ακόμα και πόρνες ή ληστές μπορούσαν να ασπαστούν τον μοναχικό βίο, περνώντας έτσι σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και θεώρησης του κόσμου.
Οι μαρτυρίες υποδηλώνουν την ύπαρξη αναχωρητών στην Αίγυπτο ήδη από τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα και πατέρας του αναχωρητισμού θεωρείται ο Μέγας Αντώνιος (251- 356), που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του σε συνθήκες απομόνωσης, προσευχής και νηστείας. Ένα μεγάλο μέρος της φήμης του οφείλεται στη βιογραφία του, που αποδίδεται στον Μ. Αθανάσιο, επίσκοπο Αλεξάνδρειας και πολέμιο του Αρειανισμού.
Οι πρώτοι αρνητές των εγκοσμίων, οι αναχωρητές ή ερημίτες, κατέφευγαν κυρίως γύρω από την κοιλάδα του Νείλου. Η αύξηση των οπαδών αυτής της τάσεως και η εγκατάστασή τους γύρω από τα ερημητήρια των διάσημων για την αρετή τους και την πίστη τους αναχωρητών οδήγησε σέ μια νέα μορφή μοναχικής διαβιώσεως, τη λαύρα, που ήταν η μονή με χαλαρό σύστημα κοινοβιακής ζωής και οδήγησε σταδιακά στον κοινοβιακό μοναχισμό.
Ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ένας άλλος Αιγύπτιος, νεότερος του Μ. Αντωνίου, ο Παχώμιος. Ήταν εκείνος που οργάνωσε με στρατιωτική πειθαρχία –πρώην κατώτερος αξιωματικός του στρατού άλλωστε- το πρώτο μοναστικό κοινόβιο στην Άνω Αίγυπτο. Στο σύστημά του η προσευχή και η τράπεζα απαιτούσαν την από κοινού συμμετοχή, ενώ κάθε μοναχός ήταν επιφορτισμένος με κάποιο διακόνημα, συνήθως χειρωνακτική εργασία. Θεμέλιο για τη συγκρότηση και συνοχή της κοινοβιακής ζωής στον κοινοβιακό μοναχισμό υπήρξε η υπακοή στον ηγούμενο.
Πολύ γρήγορα και οι δύο μορφές μοναχισμού επεκτάθηκαν στην Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μικρά Ασία και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ ιδρύθηκαν λαύρες. Ονομαστή ανάμεσά τους υπήρξε η λαύρα του αγίου Σάββα, που οικοδομήθηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Στη Συρία, όπου γενικά ο μοναχισμός συνάντησε ένθερμη κοινωνική ανταπόκριση, εμφανίστηκαν από τον 5ο αιώνα και ακραίες μορφές ασκητισμού, όπως οι στυλίτες, που αποφάσιζαν να περάσουν το υπόλοιπο κομμάτι της ζωής τους καθισμένοι πάνω σε ένα στύλο.
Στη Μικρά Ασία μεταξύ των ανθρώπων που διατέλεσαν υποστηρικτές και θιασώτες τον μοναστικού βίου ήταν και ο Μέγας Βασίλειος. Με το σύνολο κανόνων που θέσπισε, ουσιαστικά απέρριψε τον αναχωρητισμό, μείωσε τον αριθμό των μοναχών για το κοινοβιακό μοναστήρι και συμφιλίωσε τον μοναχισμό με τις πόλεις.
Το πρώτο ανώτατο συλλογικό όργανο της Εκκλησίας που ασχολήθηκε με την οργάνωση του μοναχικού βίου, υπήρξε η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος το 451. Κανόνες που θεσπίσθηκαν, περιόριζαν τις δραστηριότητες των μοναχών, ώστε να αποκλεισθεί η ανάμιξή τους σε κοσμικά θέματα, ενώ ρύθμιζαν ζητήματα διοίκησης του μοναστηριού και δικαιοδοσίας του Ηγουμένου ή του Επισκόπου που ήταν ο μόνος αρμόδιος να εγκρίνει την ίδρυση νέων μονών.
Αντίθετα με άλλα κινήματα αναχωρητισμού που εμφανίστηκαν σε άλλες θρησκείες και περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας και διατήρησαν εν γένει στο σκοτάδι την αληθινή φυσιογνωμία τους, ο χριστιανικός μοναχισμός ανέπτυξε ένα πλήρες (αρχικά προφορικό) σύστημα καταγραφής των διδασκαλιών του και των ατόμων που διαμόρφωσαν σταδιακά το πλήρες σύστημά του. Ως επιφανέστερους ανάμεσα στους ταξιδιώτες και προσκυνητές που κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους από τα ασκηταριά και τα μοναστήρια που επισκέφτηκαν θα μπορούσαμε να καταγράψουμε τον Παλλάδιο, επίσκοπο Ελενουπόλεως, που έγραψε τη Λαυσαϊκή Ιστορία (420 περ.) και τον Ιωάννη Μόσχο, που έγραψε το Λειμωνάριον (620 περ.)